- επιγραφολόγος
- οαρχαιολόγος που ασχολείται με την επιγραφική (βλ. λ.), ο επιγραφικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιγραφολόγος — ο, η αυτός που ασχολείται με την επιγραφική … Dictionary of Greek
Epigraphy — (ἐπιγραφολογία, from Greek ἐπιγραφή inscription ) is the study of inscriptions or epigraphs engraved into stone or other durable materials, or cast in metal, the science of classifying them as to cultural context and date, elucidating them and… … Wikipedia
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
επιγραφικός — ή, ό (Α ἐπιγραφικός, ή, όν) [επιγραφή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε επιγραφή νεοελλ. 1. αυτός που έχει τον χαρακτήρα επιγραφής («επιγραφικά χαράγματα») 2. το αρσ. ως ουσ. ο επιγραφικός ο επιγραφολόγος 3. το θηλ. ως ουσ. η επιγραφική η… … Dictionary of Greek
επιγραφολογία — η [επιγραφολόγος] η επιγραφική … Dictionary of Greek
Μόμσεν — (Mommsen). Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) Γερμανών λογίων. 1. Άουγκουστ (1821 – 1913). Αρχαιοδίφης και φιλόλογος. Διετέλεσε καθηγητής των ελληνικών σε γερμανικά σχολεία και ασχολήθηκε με συστηματικές έρευνες για τη χρονολογία και το εορτολόγιο των … Dictionary of Greek
Φλιτ, Τζον-Φέιθφουλ — (Flut, 1847 – 1917). Άγγλος ινδολόγος και επιγραφολόγος. Στη διάρκεια της πολύχρονης κρατικής υπηρεσίας του στην Ινδία, συγκέντρωσε το κατάλληλο υλικό για την έκδοση του έργου Παλικές, σανσκριτικές και αρχαίες καναρικές επιγραφές (1878).… … Dictionary of Greek
επιγραφικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στις επιγραφές (βλ. λ.). 2. που έχει το χαρακτήρα επιγραφής: Επιγραφικά χαράγματα (άτεχνες επιγραφές χαραγμένες πρόχειρα σε βράχους, τοίχους, αγγεία ή άλλες επιφάνειες). 3. το αρσ. ως ουσ., επιγραφικός ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)